- εκπεσμός
- ο1. ξεπεσμός2. έκπτωση, υποτίμηση τής αγοραστικής αξίας3. υλική ή ηθική κατάπτωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκπεσμός — ο 1. υποτίμηση της αξίας πράγματος, έκπτωση. 2. μτφ., παρακμή, ξεπεσμός, υλική ή ηθική κατάπτωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)